- ἀρχιερατικός
- ἀρχῐερ-ᾱτικός, ή, όν,A of the
ἀρχιερεύς, ἐκ γένους ἀ. Act.Ap.4.6
, cf. J.AJ15.3.1, OGI470.21, Jahresh.15.51, etc.;θρόνοι Just.Nov. 42.1.1
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀρχιερεύς, ἐκ γένους ἀ. Act.Ap.4.6
, cf. J.AJ15.3.1, OGI470.21, Jahresh.15.51, etc.;θρόνοι Just.Nov. 42.1.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀρχιερατικός — of the masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρχιερατικός — ή, ό (AM ἀρχιερατικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αρχιερέα 2. φρ. α) «αρχιερατική λειτουργία» λειτουργία στην οποία χοροστατεί αρχιερέας β) «αρχιερατικός επίτροπος» κληρικός εξουσιοδοτημένος από τον μητροπολίτη της περιφέρειας… … Dictionary of Greek
αρχιερατικός — ή, ό αυτός που σχετίζεται με τον αρχιερέα, τον επίσκοπο: Ο δεσπότης τον είχε ορίσει αρχιερατικό του επίτροπο σε μια μεγάλη περιοχή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀρχιερατικά — ἀρχιερατικός of the neut nom/voc/acc pl ἀρχιερατικά̱ , ἀρχιερατικός of the fem nom/voc/acc dual ἀρχιερατικά̱ , ἀρχιερατικός of the fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχιερατικῶν — ἀρχιερατικός of the fem gen pl ἀρχιερατικός of the masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχιερατικόν — ἀρχιερατικός of the masc acc sg ἀρχιερατικός of the neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχιερατικαῖς — ἀρχιερατικός of the fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχιερατικοῖς — ἀρχιερατικός of the masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχιερατικοῦ — ἀρχιερατικός of the masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχιερατικούς — ἀρχιερατικός of the masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχιερατικῆς — ἀρχιερατικός of the fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)